- μεσοκνημίου
- μεσοκνήμιονmiddle of the legneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρακούσι — το παθολογική αλλοίωση τού ταρσού τών ζώων, κυρίως τών αλόγων και ημιόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karakuş «γεράκι». Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν τα γαλλ. epervin «οίδημα τού μεσοκνημίου» και epervier «γεράκι»] … Dictionary of Greek
μεσοκνήμιο — το (Α μεσοκνήμιον) το μέσο τής κνήμης («χιτὼν ἕως μεσοκνημίου διπλοῡς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κνήμιο (< κνήμη), πρβλ. γαστρο κνήμιον] … Dictionary of Greek